- προανατάσσω
- Α1. βάζω κάτι σε τάξη προηγουμένως2. προάγω, προκρίνω3. τοποθετώ πριν από κάτι.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + ἀνατάσσω «τοποθετώ κάτι στη θέση του»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προανατάσσω — prefer pres subj act 1st sg προανατάσσω prefer pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προανατάξωμαι — προανατάσσω prefer aor subj mid 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προανατάσσομαι — προανατάσσω prefer pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)